Oxford Spanish Dictionary
amenable [αμερικ əˈminəb(ə)l, əˈmɛnəb(ə)l, βρετ əˈmiːnəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. amenable (tractable):
- amenable temperament
-
2. amenable (accountable, answerable) ΝΟΜ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.