Oxford Spanish Dictionary
calf1 <pl calves> [αμερικ kæf, βρετ kɑːf] ΟΥΣ
1. calf ΖΩΟΛ (young cow, bull):
calf2 <pl calves> [αμερικ kæf, βρετ kɑːf] ΟΥΣ ΑΝΑΤ
- calf
- pantorrilla θηλ
στο λεξικό PONS
calf2 <calves> [kɑ:f, αμερικ kæf] ΟΥΣ (lower leg)
- calf
- pantorrilla θηλ
calf-love ΟΥΣ χωρίς πλ
- calf-love
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.