στο λεξικό PONS
un·re·al·ized [ʌnˈrɪəlaɪzd, αμερικ -ˈri:ə-] ΕΠΊΘ
1. unrealized (not realized):
2. unrealized ΧΡΗΜΑΤΟΠ (not turned into money):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unrealized loss ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
unrealized profit ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
unrealized gains ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
unrealized capital gain ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
unrealized valuation reserve ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.