στο λεξικό PONS
ˈturn·pike stair ΟΥΣ
stair [steəʳ, αμερικ ster] ΟΥΣ
1. stair (set of steps):
2. stair (step):
ιδιωτισμοί:
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
turnpike αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.