στο λεξικό PONS
I. ter·res·trial [təˈrestriəl] τυπικ ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. terrestrial (of, on, or relating to the earth):
2. terrestrial (living on the ground):
3. terrestrial TV, ΜΜΕ:
II. ter·res·trial [təˈrestriəl] τυπικ ΟΥΣ
- terrestrial
- Erdling αρσ
- terrestrial
-
terrestrial ΕΠΊΘ
- terrestrial
- irdisch ειδικ ορολ
-
- terrestrial
-
- terrestrial magnetism
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.