Oxford Spanish Dictionary
I. terrestrial [αμερικ təˈrɛstriəl, βρετ təˈrɛstrɪəl] ΕΠΊΘ
1.1. terrestrial life/telescope:
- terrestrial
-
- terrestrial television
-
1.2. terrestrial (worldly, mundane) τυπικ:
2. terrestrial ΒΙΟΛ:
- terrestrial
-
στο λεξικό PONS
terrestrial [tɪˈrestriəl, αμερικ təˈ-] ΕΠΊΘ τυπικ
- terrestrial
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.