στο λεξικό PONS
 
  
 syn·er·gy [ˈsɪnəʤi, αμερικ -ɚʤi] ΟΥΣ no pl
-  synergy
-  
ˈsyn·er·gy ef·fect ΟΥΣ
-  synergy effect
-  
-  synergy effect
-  Verbundeffekt αρσ
 
  
 -  
-  synergy
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 synergy ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-  synergy (Zusammenwirken zweier Systeme)
-  Synergie θηλ
synergy effect ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-  synergy effect (Ergebnis des Zusammenwirkens zweier Unternehmen)
-  Synergieeffekt αρσ
-  synergy effect (Ergebnis des Zusammenwirkens zweier Unternehmen)
-  Verbundeffekt αρσ
synergy management ΟΥΣ CTRL
-  synergy management
-  
 
  
 Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 synergy
-  synergy
-  
 
  
 -  
-  synergy
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
