στο λεξικό PONS
Syn·er·gie·ef·fekt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
- Synergieeffekt
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Synergieeffekt ΟΥΣ αρσ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- Synergieeffekt (Ergebnis des Zusammenwirkens zweier Unternehmen)
-
-
- Synergieeffekt αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.