ro·guish [ˈrəʊgɪʃ, αμερικ ˈroʊ-] ΕΠΊΘ
1. roguish (dishonest):
- roguish
-
2. roguish (mischievous):
- roguish
-
- roguish
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.