στο λεξικό PONS
ROI [ˌɑ:rəʊˈaɪ, αμερικ ˌɑ:roʊˈ-] ΟΥΣ
ROI ΧΡΗΜΑΤΟΠ συντομογραφία: return on investment
return on investment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
re·turn on in·ˈvest·ment ΟΥΣ, ROI ΟΥΣ αμερικ (yield)
re·turn on in·ˈvest·ment ΟΥΣ, ROI ΟΥΣ αμερικ (yield)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ROI ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
cashflow ROI ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Cashflow ROI αρσ
ROI analysis ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- ROI analysis (Return-on-Investment-Analyse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- ROI analysis