στο λεξικό PONS
poly·un·satu·rat·ed [ˌpɒliʌnˈsætʃəreɪtɪɪd, αμερικ ˌpɑ:liʌnˈsætʃəreɪt̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΗΜ
I. fat·ty [ˈfæti, αμερικ -t̬i] ΕΠΊΘ
1. fatty (containing fat):
- fatty food
-
2. fatty (consisting of fat):
II. fat·ty [ˈfæti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ μειωτ χιουμ οικ
I. acid [ˈæsɪd] ΟΥΣ
1. acid ΧΗΜ:
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
polyunsaturated fatty acid [ˌpɒlɪʌnˈsætʃəreɪtɪdˌfætiˈæsɪd] ΟΥΣ ΧΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- polysynaptic reflex
- polytechnic
- polytene chromosome
- polytheism
- polytheistic
- polyunsaturated fatty acid
- polyunsaturates
- polyurethane
- polyurethane coating
- polyvalence
- polyvalent