στο λεξικό PONS
es·sen·ti·ell [ɛsɛnˈtsi̯ɛl] ΕΠΊΘ ΕΠΊΡΡ
essentiell → essenziell
I. es·sen·zi·ell [ɛsɛnˈtsi̯ɛl] ΕΠΊΘ
1. essenziell τυπικ (wesentlich):
2. essenziell ΒΙΟΛ, ΧΗΜ, ΙΑΤΡ:
II. es·sen·zi·ell [ɛsɛnˈtsi̯ɛl] ΕΠΊΡΡ ΦΙΛΟΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.