στο λεξικό PONS
lev·er·aged ˈtake·over ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
lev·er·aged [ˈli:vərɪʤd, αμερικ ˈlevɚ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈtake·over ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
leveraged takeover ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
leveraged ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
takeover ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Takeover ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.