στο λεξικό PONS
la·bor prod·uc·ˈtiv·ity ΟΥΣ αμερικ
labor productivity → labour productivity
labour productivity ΟΥΣ
labour productivity CTRL βρετ:
la·bour prod·uc·ˈtiv·ity ΟΥΣ βρετ
la·bour prod·uc·ˈtiv·ity ΟΥΣ βρετ
prod·uc·tiv·ity [ˌprɒdʌkˈtɪvəti, αμερικ ˌproʊdʌkˈtɪvət̬i] ΟΥΣ no pl
1. productivity (output):
2. productivity (effectiveness):
3. productivity (profitability):
4. productivity ΟΙΚΟΝ (rate of return of capital):
II. La·bour [ˈleɪbəʳ] βρετ ΟΥΣ modifier ΠΟΛΙΤ
La·bor [ˈleɪbəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
1. Labor αμερικ → Labour
2. Labor αυστραλ (Australian political party):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
labor productivity ΟΥΣ
labor productivity CTRL αμερικ:
labour productivity ΟΥΣ
labour productivity CTRL βρετ:
productivity ΟΥΣ CTRL
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- labored
- labor efficiency
- laborer
- labor force
- labor income
- labor productivity
- labor supply
- labor union
- labour
- labour camp
- labour cost