juicy [ˈʤu:si] ΕΠΊΘ
1. juicy (succulent):
- juicy
-
2. juicy οικ (bountiful):
3. juicy οικ (interesting):
- juicy
-
- juicy role, task
-
4. juicy οικ (suggestive):
- juicy titbits
-
- lusciously juicy
-
- saftig Obst, Steak
- juicy
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.