 
  
 ir·reso·lute [ɪˈrezəlu:t] ΕΠΊΘ μειωτ τυπικ
1. irresolute (doubtful):
2. irresolute (lacking determination):
-  irresolute
-  
-  irresolute
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 