ir·re·spon·sibil·ity [ˌɪrɪˌspɒn(t)səˈbɪləti, αμερικ -ˌspɑ:n(t)səˈbɪlət̬i] ΟΥΣ no pl
1. irresponsibility μειωτ (lack of consideration):
- irresponsibility of actions
-
- irresponsibility of persons
-
2. irresponsibility ΝΟΜ (inadequacy):
- irresponsibility
-
- criminal irresponsibility
-
-
- irresponsibility
-
- irresponsibility
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- criminal irresponsibility