στο λεξικό PONS
in·duc·tive [ɪnˈdʌktɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΗΛΕΚ, ΜΑΘ, ΦΙΛΟΣ
sen·sor [ˈsen(t)səʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
in·ˈduc·tive prox·im·ity sen·sor ΟΥΣ electron
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- inducible
- inducible promoter
- inducing reaction
- induct
- induction
- inductive proximity sensor
- inductive step
- indue
- indulge
- indulgence
- indulgent