στο λεξικό PONS
ˈhealth·care pro·vid·er ΟΥΣ
I. ˈhealth·care ΟΥΣ no pl
II. ˈhealth·care ΟΥΣ modifier
healthcare (company, costs, plan, policy):
provider ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- heady
- heal
- healer
- healing
- heal over
- healthcare provider
- health center
- health centre
- health certificate
- health club
- health farm