for·sworn [fɔ:ˈswɔ:n, αμερικ fɔ:rˈswɔ:rn] ΡΉΜΑ
forsworn μετ παρακειμ: forswear
for·swear <-swore, -sworn> [fɔ:ˈsweəʳ, αμερικ fɔ:rˈswer] ΡΉΜΑ μεταβ απαρχ (give up)
for·swear <-swore, -sworn> [fɔ:ˈsweəʳ, αμερικ fɔ:rˈswer] ΡΉΜΑ μεταβ απαρχ (give up)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.