fluke2 [flu:k] ΟΥΣ
1. fluke < pl -> <[or -s]> ΖΩΟΛ (flatworm):
2. fluke < pl -> <[or -s]> ΖΩΟΛ (flatfish):
- fluke
-
3. fluke ΑΝΑΤ (part of a whale's tail):
- fluke
- Fluke θηλ
4. fluke ΝΑΥΣ:
- fluke of harpoon
-
fluke ΟΥΣ
- fluke
-
liver fluke disease ΟΥΣ
-
- Fasziolose θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.