στο λεξικό PONS
find·er [ˈfaɪndəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. finder (person):
- finder of sth lost
- Finder(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
- finder of sth unknown
-
2. finder (telescope):
- finder
- Sucherteleskop ουδ
- finder
- Sucherfernrohr ουδ
3. finder (of a camera):
- finder
-
ˈfind·er's fee ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈfault-find·er ΟΥΣ
2. fault-finder ΗΛΕΚ:
- fault-finder
- Fehlersuchgerät ουδ
ˈrange find·er ΟΥΣ
- range finder
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
finder's fee ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.