στο λεξικό PONS
consumer electronics ΟΥΣ
elec·tron·ics [ˌelekˈtrɒnɪks, ˌi:lekˈ-, αμερικ ɪˌlekˈtrɑ:n-, ˌi:lekˈ-] ΟΥΣ + ενικ/pl ρήμα
1. electronics (electronic circuits):
2. electronics ΠΑΝΕΠ, ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ:
I. con·sum·er [kənˈsju:məʳ, αμερικ -ˈsu:mɚ] ΟΥΣ
II. con·sum·er [kənˈsju:məʳ, αμερικ -ˈsu:mɚ] ΟΥΣ modifier
consumer (advise, credit):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
consumer ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Endabnehmer αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.