bur·ial [ˈberiəl] ΟΥΣ
1. burial (ceremony):
2. burial no pl (interment):
- burial
-
- burial
-
Chris·tian ˈbur·ial ΟΥΣ
- Christian burial
-
ˈbur·ial ser·vice ΟΥΣ
- burial service
-
ˈbur·ial site ΟΥΣ
- burial site
-
ˈbur·ial ground ΟΥΣ
- burial ground ΙΣΤΟΡΊΑ
- Begräbnisstätte θηλ
ˈbur·ial place ΟΥΣ
- burial place
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.