στο λεξικό PONS
bul·lish [ˈbʊlɪʃ] ΕΠΊΘ
1. bullish (aggressive):
- bullish
-
- bullish
-
2. bullish (obstinate):
- bullish
-
- bullish
-
3. bullish:
- bullish ΟΙΚΟΝ
- steigend προσδιορ
- bullish ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- haussierend προσδιορ
- bullish μτφ
-
- bullish market
- Haussemarkt αρσ
- bullish mood
- Haussestimmung θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- bullish market
- Haussemarkt αρσ
- bullish mood
- Haussestimmung θηλ