στο λεξικό PONS
I. brows·er [ˈbraʊzəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
- Browser (Programm zur Darstellung von Internetseiten)
- browser
-
- browser
-
- browser window
-
- browser history
-
- video browser
-
- web browser
-
- web browser
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
browser ΟΥΣ IT
- browser (Programm zur Darstellung von Internetseiten)
- Browser αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
leaf browser ΟΥΣ
- leaf browser
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.