I. bi·week·ly [baɪˈwi:kli] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. biweekly:
2. biweekly (twice a week):
- biweekly
-
II. bi·week·ly [baɪˈwi:kli] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. biweekly (every two weeks):
- biweekly
-
- biweekly
-
2. biweekly (twice a week):
- biweekly
-
-
- biweekly
-
- biweekly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.