Oxford Spanish Dictionary
I. biweekly [αμερικ baɪˈwikli, βρετ bʌɪˈwiːkli] ΕΠΊΘ
II. biweekly [αμερικ baɪˈwikli, βρετ bʌɪˈwiːkli] ΕΠΊΡΡ
1. biweekly (every two weeks):
- biweekly
-
2. biweekly (twice a week):
- biweekly
-
στο λεξικό PONS
I. biweekly [ˌbaɪˈwi:kli] ΕΠΊΘ
II. biweekly [ˌbaɪˈwi:kli] ΕΠΊΡΡ
1. biweekly (every two weeks):
- biweekly
-
2. biweekly (twice a week):
- biweekly
-
I. biweekly [ˌbaɪ·ˈwik·li] ΕΠΊΘ
II. biweekly [ˌbaɪ·ˈwik·li] ΕΠΊΡΡ
1. biweekly (every two weeks):
- biweekly
-
2. biweekly (twice a week):
- biweekly
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.