στο λεξικό PONS
ˈbench·mark·ing ΟΥΣ no pl ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
- benchmarking
- Benchmarking ουδ <-s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
benchmarking ΟΥΣ CTRL
- benchmarking (quantitative und qualitative Analyse zu Optimierungszwecken)
- Benchmarking ουδ
- Benchmarking (quantitative und qualitative Analyse zu Optimierungszwecken)
- benchmarking
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.