στο λεξικό PONS


ˈair·way ΟΥΣ
1. airway ΑΝΑΤ:
- airway
-
2. airway:
3. airway (airline company):
- airway
-
- airway
-


-
- airway
-
- airway
-
- airway
-
- airway
-
- airway
-
- airway
-
- airway
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


airway bill ΟΥΣ handel
- airway bill (Empfangsschein für Waren zum Transport per Luftfracht)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.