στο λεξικό PONS
in·sid·er ˈtrade ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
in·sid·er con·ˈtrol ΟΥΣ ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
in·sid·er ˈdeal·ing ΟΥΣ
in·sid·er in·for·ˈma·tion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
in·sid·er ˈtrad·ing ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
curtainsider ΟΥΣ
- curtainsider ΑΥΤΟΚ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
insider trade ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
insider trading ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
insider control ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
insider information ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.