στο λεξικό PONS
audi·tor [ˈɔ:dɪtəʳ, αμερικ ˈɑ:dɪt̬ɚ] ΟΥΣ
Euro·pean Court of ˈAudi·tors ΟΥΣ
Court of ˈAudi·tors ΟΥΣ
audi·tor's re·ˈport ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
audi·tor's cer·ˈtifi·cate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
bank ˈaudi·tor ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
auditors ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- auditors
- Revisionsstelle θηλ
- auditors
- Kontrollstelle θηλ
auditors' report ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
auditor ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
European Court of Auditors ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
bank auditor ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
-
- Bankprüfer αρσ
auditor's report ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
auditor's certificate ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
senior auditor ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- auditors πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.