στο λεξικό PONS
I. de·pend·ent [dɪˈpendənt] ΕΠΊΘ
2. dependent (relying on):
3. dependent ΝΟΜ:
II. de·pend·ent [dɪˈpendənt] ΟΥΣ esp αμερικ
dependent → dependant
de·pend·ant [dɪˈpendənt] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dependent ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Abhängiger αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.