Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
participant [βρετ pɑːˈtɪsɪp(ə)nt, αμερικ ˌpɑrˈtɪsəpənt] ΟΥΣ
- participant
-
στο λεξικό PONS
participant [pɑ:ˈtɪsɪpənt, αμερικ pɑ:rˈtɪsə-] ΟΥΣ
- participant
- participant(e) αρσ (θηλ)
- successful harvest, marriage, participant
-
- participant(e) à une débat
- participant
participant [par·ˈtɪs·ə·p ə nt] ΟΥΣ
- participant
- participant(e) αρσ (θηλ)
- successful harvest, marriage, participant
-
- participant(e) à une débat
- participant
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.