Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
obstructive [βρετ əbˈstrʌktɪv, αμερικ əbˈstrəktɪv, ɑbˈstrəktɪv] ΕΠΊΘ
1. obstructive (uncooperative):
στο λεξικό PONS
obstructive [əbˈstrʌktɪv] ΕΠΊΘ μειωτ
obstructive attitude, tactic:
- obstructive
-
obstructive [əb·ˈstrʌk·tɪv] ΕΠΊΘ μειωτ
obstructive attitude, tactics:
- obstructive
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.