στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
obstructive [βρετ əbˈstrʌktɪv, αμερικ əbˈstrəktɪv, ɑbˈstrəktɪv] ΕΠΊΘ
1. obstructive (uncooperative):
- obstructive policy, tactics, person, behaviour
-
2. obstructive ΙΑΤΡ:
- obstructive
-
-
- obstructive
-
- obstructive
-
- obstructive
-
- obstructive
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.