Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
récalcitrant (récalcitrante) [ʀekalsitʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- récalcitrant (récalcitrante)
-
στο λεξικό PONS
I. récalcitrant(e) [ʀekalsitʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. récalcitrant:
2. récalcitrant οικ (pas facilement arrangeable):
- récalcitrant(e) boutons, machine, outil
-
II. récalcitrant(e) [ʀekalsitʀɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- récalcitrant(e)
-
-
- récalcitrant(e)
-
- récalcitrant(e)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.