Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
laid-back [βρετ leɪdˈbak, αμερικ ˌleɪdˈbæk] ΕΠΊΘ οικ
laid-back approach, attitude:
στο λεξικό PONS
laid-back [ˌleɪdˈbæk] ΕΠΊΘ
décomplexé(e) [dekɔ̃plɛkse] ΕΠΊΘ οικ
- décomplexé(e)
-
I. décontracté(e) [dekɔ̃tʀakte] ΕΠΊΘ
1. décontracté (détendu):
2. décontracté οικ (sûr de soi):
- décontracté(e)
-
3. décontracté οικ (non guindé):
II. décontracté(e) [dekɔ̃tʀakte] ΕΠΊΡΡ οικ
laid-back [ˌleɪd·ˈbæk] ΕΠΊΘ
décomplexé(e) [deko͂plɛkse] ΕΠΊΘ οικ
- décomplexé(e)
-
I. décontracté(e) [deko͂tʀakte] ΕΠΊΘ
1. décontracté (détendu):
2. décontracté οικ (sûr de soi):
- décontracté(e)
-
3. décontracté οικ (non guindé):
II. décontracté(e) [deko͂tʀakte] ΕΠΊΡΡ οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- lager
- lager lout
- laggard
- lagging
- lagging jacket
- laid-back
- lain
- lair
- laird
- laissez-faire
- laity