Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
economic gloom ΟΥΣ U
gloom [βρετ ɡluːm, αμερικ ɡlum] ΟΥΣ
economic [βρετ ˌiːkəˈnɒmɪk, ɛkəˈnɒmɪk, αμερικ ˌɛkəˈnɑmɪk, ˌikəˈnɑmɪk] ΕΠΊΘ
1. economic change, crisis, forecast, performance, policy, sanction:
2. economic (profitable):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.