Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
commensurate [βρετ kəˈmɛnʃ(ə)rət, kəˈmɛnʃ(ə)rət, αμερικ kəˈmɛnsərət, kəˈmɛnʃərət] ΕΠΊΘ
1. commensurate (proportionate):
- commensurate τυπικ
- proportionné (with à)
3. commensurate ΜΑΘ:
- commensurate
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.