στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
commensurate [βρετ kəˈmɛnʃ(ə)rət, kəˈmɛnʃ(ə)rət, αμερικ kəˈmɛnsərət, kəˈmɛnʃərət] ΕΠΊΘ
1. commensurate (proportionate):
- commensurate τυπικ
-
3. commensurate ΜΑΘ:
- commensurate
-
στο λεξικό PONS
commensurate [kə·ˈmen·sɚ·ət] ΕΠΊΘ τυπικ
- commensurate
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.