στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
commensurabile [kommensuˈrabile] ΕΠΊΘ
1. commensurabile:
- commensurabile
-
2. commensurabile ΜΑΘ:
- commensurabile
-
- commensurabile
-
-
- commensurabile also ΜΑΘ
-
- commensurabile
στο λεξικό PONS
-
- commensurabile
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.