Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. proportionné (proportionnée) [pʀɔpɔʀsjɔne] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
proportionné → proportionner
II. proportionné (proportionnée) [pʀɔpɔʀsjɔne] ΕΠΊΘ
proportionner [pʀɔpɔʀsjɔne] ΡΉΜΑ μεταβ
- proportionner qc à qc
-
proportionner [pʀɔpɔʀsjɔne] ΡΉΜΑ μεταβ
- proportionner qc à qc
-
στο λεξικό PONS
proportionné(e) [pʀɔpɔʀsjɔne] ΕΠΊΘ
- proportionné(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.