Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 duty chemist ΟΥΣ
-  duty chemist
-  
dispensing chemist ΟΥΣ βρετ
-  dispensing chemist
-  
-  industrial analyst, chemist, city, nation, spy, worker
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 chemist [ˈkemɪst] ΟΥΣ
1. chemist (pharmacist):
-  chemist
-  chimiste αρσ θηλ
2. chemist βρετ, αυστραλ (pharmacist):
-  chemist
-  
 
  
 chemist [ˈkem·ɪst] ΟΥΣ
-  chemist
-  chimiste αρσ θηλ
 
  
 -  
-  chemist
-  aromaticien(ne)
-  flavor chemist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
