Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
adjustable spanner, adjustable wrench ΟΥΣ
adjustable [βρετ əˈdʒʌstəbl, αμερικ əˈdʒəstəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. adjustable (gen):
- adjustable appliance, fitting, level, position, seat, speed
-
- adjustable timetable
-
- adjustable rate
-
- tilt/height adjustable ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
-
στο λεξικό PONS
adjustable spanner ΟΥΣ αυστραλ, βρετ
adjustable ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.