Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. Inuit <pl Inuit or Inuits> [βρετ ˈɪnjʊɪt, ˈɪnʊɪt, αμερικ ˈɪn(j)uɪt] ΟΥΣ
- Inuit
- Inuit/-e αρσ/θηλ
II. Inuit <pl Inuit or Inuits> [βρετ ˈɪnjʊɪt, ˈɪnʊɪt, αμερικ ˈɪn(j)uɪt] ΕΠΊΘ
- Inuit
- inuit
- Inuit (Inuite)
- Inuit
- inuit (inuite)
- Inuit
στο λεξικό PONS
I. Inuit [ˈɪnuɪt] ΕΠΊΘ
- Inuit
- inuit αμετάβλ
I. English [ˈɪŋglɪʃ] ΕΠΊΘ
I. Inuit [ˈɪn·(j)u·ɪt] ΕΠΊΘ
- Inuit
- inuit αμετάβλ
II. Inuit [ˈɪn·(j)u·ɪt] ΟΥΣ
I. English [ˈɪŋ·glɪʃ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.