I. Inuit [βρετ ˈɪnjʊɪt, ˈɪnʊɪt, αμερικ ˈɪn(j)uɪt] ΕΠΊΘ
- Inuit
- inuit
II. Inuit <πλ Inuit, Inuits> [βρετ ˈɪnjʊɪt, ˈɪnʊɪt, αμερικ ˈɪn(j)uɪt] ΟΥΣ
1. Inuit (person):
- Inuit
- inuit αρσ θηλ
2. Inuit (language):
- Inuit
- inuit αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.