incassato στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για incassato στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.incassato [inkasˈsato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

incassato → incassare

Βλέπε και: incassare

4. incassare (sopportare, subire):

incassare μτφ
è stata e ha incassato senza battere ciglio!

4. incassare (sopportare, subire):

incassare μτφ
è stata e ha incassato senza battere ciglio!

Μεταφράσεις για incassato στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
incassato
non incassato
incassato, a muro
incassato
incassato
cash in αμερικ check

incassato στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για incassato στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

incassare [iŋ·kas·ˈsa:·re] ΡΉΜΑ μεταβ

Μεταφράσεις για incassato στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

incassato Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "incassato" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski