Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τυχαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τυχ|αίνω <-α> [tiˈçɛnɔ] VERB μεταβ (συναντώ τυχαία)

τυχαίνω

II . τυχ|αίνω <-α> [tiˈçɛnɔ] VERB αμετάβ (παραβρίσκομαι τυχαία)

τυχαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский