Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: τσιπάκι , τσιράκι , ρέικι , κατσίκι , τσίρκο , τσιμπώ , τσίσια , τσίκνα και τσίκλα

τσιράκι [tsiˈraci] SUBST ουδ

ρέικι [ˈrɛici] SUBST ουδ αμετάβλ

Reiki ουδ

κατσίκι [kaˈtsici] SUBST ουδ

τσίκλα [ˈtsikla] SUBST θηλ

τσίκνα [ˈtsikna] SUBST θηλ

1. τσίκνα (οσμή κρέατος):

2. τσίκνα (οσμή ούρων):

Harngeruch αρσ

τσίσια [ˈtsisça] SUBST ουδ πλ

τσιμπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [tsimˈbɔ] VERB μεταβ

1. τσιμπώ (κεντώ):

2. τσιμπώ (συνθλίβω δέρμα):

3. τσιμπώ (πουλί: με το ράμφος):

4. τσιμπώ (ψάρι):

5. τσιμπώ (τρώω):

τσίρκο [ˈtsirkɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский